Η συνέχεια του πρώτου μέρους της εργασίας της Κυριακής Τσιλώνη που δημοσιεύτηκε στα φετινά "Τζουμερκιώτικα χρονικά"
Πριν συνεχίσουμε, θα σας διηγηθώ προσωπικά μου βιώματα.
Γεννήθηκα το 1939. Από όταν άρχισα να θυμάμαι, το σπίτι μου ήταν ενός δωματίου,
η φωτιά άναβε στην μέση αυτού του δωματίου και σε μια άκρη δέναμε το βόδι το χειμώνα. Κάτω ήταν χώμα, χωρίς ταβάνι, χωρίς
φώς, μόνο αν το επέτρεπε ο καιρός ανοίγαμε το παράθυρο και βλέπαμε λίγο, εκεί
κάτω στο χώμα και με στρώμα ένα μάλλινο υφαντό ρούχο και ο ενας δίπλα στον άλλο
πέφταμε για ύπνο, τα σκεπάσματα λίγα και το κρύο τσουχτερό τις νύχτες του
χειμώνα.
Σαν να μην έφταναν όλες αυτές οι κακουχίες να και ο
πόλεμος από πάνω. Τα κακά του πολέμου
ήταν πολλά και διάφορα. Ο κόσμος αναγκάστηκε να φύγει από τα σπίτια και να
κρύβεται μέσα στα δάση σε πρόχειρα καλύβια και να κυκλοφορεί μόνο την νύχτα και
μόνο την νύχτα να φτιάχνει ψωμί και φαί. Αυτό κράτησε αρκετό καιρό δεν μπορώ να
προσδιορίσω πόσο. Οι Γερμανοί ήρθαν και
πέρασαν και από τα χωριά μας, άφησαν πίσω τους σε Βουργαρέλι και Παλαιοκάτουνο
κάποια καμμένα σπίτια και δεκατέσερα θύματα, δεκατρείς χωριανούς και ένας
στρατιώτης. Βομβάρδισαν το Βουργαρέλι, αυτό
το θυμάμαι, ήταν άνοιξη, Μάιος του 1943,
πρωί όταν άρχισαν να φαίνονται τα Γερμανικά Στούκας. Η μάνα μου με πήρε εμένα
και τον αδερφό μου και μπήκαμε μέσα σε ένα αμπάρι είχαμε στο σπίτι για να
βάζουμε το καλαμπόκι. Τα αεροπλάνα πέρασαν, έριξαν τις βόμβες και έφυγαν, ευτυχώς δεν έσκασαν οι δύο
από τις τρείς νομίζω.
Αφού οι Γερμανοί έφυγαν, ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, όμως
όχι για πολύ, διότι οι δύο οργανώσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ που δημιουργήθηκαν για
εθνική αντίσταση κατά των Γερμανών με διαφορετική όμως πολιτική αντίληψη και
πράγματι έκαναν αντίσταση, ανατινάξεις γεφυρών, αποθηκών και ότι είδους δολιοφθορά
μπορούσαν πιάστηκαν μεταξύ τους και ακολουθεί ο εμφύλιος από το 1944 μέχρι το
1949 με πάρα πολλές απώλειες και σε ανθρώπους και σε αγαθά.
Όμως σαν να μην εφταναν όλα αυτά, ο κόσμος στα χρόνια της
κατοχής δεν είχε χρήματα διότι τα ελληνικά χρήματα δεν είχαν καμία αξία. Ένα
παράδειγμα για να καταλάβεις. Ο παππούς μου έπαιρνε μια σύνταξη από ένα παιδί
που έχασε στο στρατό, είχε πληρεξούσιο στην Αρτα που τα έπαιρνε και, όταν αυτά
δεν περνούσαν γιατί δεν είχαν καμιά αξία, γέμισε ένα τρουβά και του τα έστειλε και τα οποία εν συνέχεια τα
πέταξε. Χωρίς λεφτά είναι πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα.
Επίσης θυμάμαι την ελονοσία, μια αρρώστια η οποία
εξαντλούσε τον ασθενή. Κάθε απόγευμα ο πυρετός ανέβαινε πάνω από 40C και κρατούσε σχεδόν μέχρι το μεσημέρι και
ξανά το απόγευμα. Φάρμακα υπήρχαν, το κινίνο και η αντιπυρίνη, το ένα πιο πικρό
από το άλλο, αλλά δεν υπήρχε σε επάρκεια και έπρεπε να πάει κανείς στην Άρτα
στο φαρμακείο και να έχει και τα λεφτά να τα αγοράσει, ήταν όμως τόσο πικρό που
τα παιδιά πολλές φορές κάνανε εμετό.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση πήγα στο σχολείο. Σχολεία ήταν
στο Βουργαρέλι, Παλαιοκάτουνο, Σκιαδάδες, Αβαρίτσα. Στην Αβαρίτσα εκείνη την
εποχή εκείνη την εποχή ήμασταν πάνω από
εξήντα μαθητές όλων των τάξεων του
Δημοτικού και ένας δάσκαλος μας έκανε μάθημα πρωί και απόγευμα. Ξεκίνησα το
σχολείο χωρίς τα απαραίτητα εφόδια τα οποία ήταν μια πάνινη τσάντα,
αναγνωστικό, τετράδιο, μολύβι, πλάκα (άβακας) παντελόνι, σακάκι,παπούτσια. Δεν
θυμάμαι τι απ΄’αυτά δεν είχα, πάντως παπούτσια δεν είχα, όχι μόνο εγώ αλλά το
95% των παιδιών.
Όταν
έβρεχε δεν είχαμε ομπρέλα αλλά ένα τσουβάλι λινό, το οποίο γινόταν ασήκωτο όταν
βρεχόταν. Έπρεπε όμως να πάμε και με ένα ξύλο για τη σόμπα, να'ναι παγωνιά και
να έχεις και το ξύλο στο χέρι. Φαγητό στο σχολείο το μεσημέρι είχαμε από ένα
κομμάτι ψωμί καλαμποκίσιο και αν κάποτε ένα αβγό ή λίγο ξινοτύρι, μόνο στην
πέμπτη και έκτη τάξη είχαμε σχολικό συσσίτιο καθημερινά.
Στο
σπίτι γυρίζαμε λίγο πριν την δύση. Πολλοί γονείς ήταν αγράμματοι όπως και οι
δικοί μου, φως δεν υπήρχε, μόνο η λάμψη της φωτιάς. Απορώ πως μπόρεσα να ξεκινήσω
να διαβάζω και να γράφω. Προχωρώντας τα μαθήματα ήταν περισσότερα και χωρίς
βιβλία ήταν δύσκολα, όμως μαθαίναμε μπορώ να πω καλύτερα και περισσότερα από
ότι σήμερα. Μαθαίναμε γεωγραφία της Ελλάδας, νομού, πρωτεύουσες, πληθυσμό,
βουνά , ποτάμια λίμνες χλωρίδα και προιόντα, γεωγραφία Ευρώπης και παγκόσμια
γεωγραφία. Μαθαίναμε Ιστορία¨: αρχαία, βυζαντινή και νεώτερης Ελλάδας,
θρησκευτικά απολυτίκια των αγίων, τροπάρια και προσευχές απ' έξω, φυσική ιστορία:
φυτολογία, ζωολογία, ανθρωπολογία, φυσική, αντιγραφή, ορθογραφία, γραμματική,
πρακτική αριθμητική, γεωμετρία, φυσική πειραματική κάθε Σάββατο, ωδική, γράφαμε
έκθεση και την Κυριακή εκκλησία.
Ο
δάσκαλος σοβαρός και αυστηρός, τιμωρούσε τους άτακτους. Ήταν στο ένα πόδι για
όσο αυτός αποφάσιζε, ή χτύπημα με την βέργα στην παλάμη, ακόμα και να γράψεις
ένα κείμενο όσο έκρινε αυτός. Το Φεβρουάριο και τον Ιούνιο γράφαμε διαγωνισμούς
σε όλα τα μαθήματα, οι οποίοι διαγωνισμοί έβγαζαν τον μέσο όρο για να πάει ο
μαθητής στην επόμενη τάξη ή να πάρει το απολυτήριο. Για να πάει κάποιος στο
γυμνάσιο, έπρεπε να πάει στην Άρτα τον Ιούλιο, να εξεταστεί προφορικά και
γραπτά, να βγάλει βαθμό πάνω από δέκα για να εισαχθεί στο γυμνάσιο αρρένων ή
θηλέων, γιατί ήταν σε διαφορετικά κτήρια και σε απόστασή το ένα από το άλλο
και, αφού εισάγονταν , έπρεπε να πληρώσει εγγραφή, βιβλία και γραφική ύλη. Το
Φεβρουάριο ξανά το ποσό εγγραφής το οποίο ήταν 60.000 δραχμές, έγινε αργότερα
1000 δραχμές. Η περιβολή των μαθητών, κανονικό ρούχο και καπέλο με την κουκουβάγια,
οι μαθήτριες με μπλε ποδιά κάτω από το γόνατο και άσπρο γιακά. Μέχρι τις οκτώ η
ώρα το βράδυ επιτρεπόταν να γυρίζουν στην αγορά, πέρα από εκεί είχε συνέπειες.
Διαβίωση
χάλια, τόσο εγώ όσο και τα υπόλοιπα παιδιά της επαρχίας. Τα περισσότερα μέναμε
σε καλύβες βλάχικες, στρογγυλές με τρούλο, καμωμένες από ψαθί. Το ψωμί μας το
έστελναν από το χωριό μια φορά την εβδομάδα με το αυτοκίνητο και πολλές φορές
βρεγμένο, Φαγητό βράζαμε μέσα στην καλύβα, τραχανά, όσπρια ή κανένα αβγο όταν
μας έστελναν από το χωριό. Φώς με μια λάμπα πετρελαίου. Υπο αυτές τις συνθήκες
και έλλειψη χρημάτων τα παιδιά σταματούσαν το Γυμνάσιο άλλος στην Γ' τάξη άλλος
στην Δ' τάξη ή στην Ε΄ τάξη οκτατάξιου γυμνασίου.
Απο
το 1950 και μετά τα πράγματα έγιναν λίγο καλύτερα. Αρχισαν να μας φέρουν λίγο
λιπάσματα τα οποία διπλασίασαν ή και παραπάνω την παραγωγή και ο κόσμος πήρε
ανάσα επιτέλους. Του έφτανε το ψωμί για όλο το χρόνο, άρχισαν να ανοίγουν
μαγαζάκια και μπορούσες να βρεις μακαρόνια, ρύζι, όσπρια, λάδι, πετρέλαιο,
σπίρτα κλπ. Το αλάτι, το πετρέλαιο και τα σπίρτα ανήκαν στο ελληνικό μονοπώλιο,
που βρισκόταν στο Βουργαρέλι για όλα τα γύρω χωριά.
Στις 27 Σεπτεμβρίου γινόταν η ζωοπανήγυρη
στην Άρτα που κρατούσε αρκετές μέρες. Εκεί γινόταν το αδιαχώρητο, λαός και ζώα από
τα χωριά που πήγαιναν για πούλημα στο παζάρι και να προμηθευτούν τα απαραίτητα,
κανένα ρούχο, παπούτσια, λάδι το πολύ δύο οκάδες για όλο το χρόνο και να
πληρώσουν και τον ανάλογο φόρο.
Δημόσιοι υπάλληλοι, υπήρχαν, δάσκαλοι
και αστυνομία (χωροφυλακή). Οι παπάδες δεν ήταν δημόσιοι, τους πλήρωναν οι
ενορίτες όχι με χρήματα αλλά με καλαμπόκι ή ότι άλλο είχαν. Ο παπάς όλη την
εβδομάδα εργαζόταν στα λίγα κτήματα που είχε.
Υγεία : στο Βουργαρέλι υπήρχε γιατρός
που εξυπηρετούσε και όλα τα γύρω χωριά. Έσωζε ζωές παρόλο που δεν υπήρχαν
φάρμακα στο χωριό. Πολλές φορές έφευγαν ακόμα και νύχτα για να πάνε στην Άρτα
να πάρουν φάρμακα και αν τα έβρισκαν.
Οι έγκυες γυναίκες περνούσαν την
εγκυμοσύνη δουλεύοντας στα χωράφια. Μαία δεν υπήρχε, γεννούσαν στο σπίτι. Με
την πρώτη ένδειξη της γέννας έφερναν στο σπίτι μια ηληκιωμένη γυναίκα (πρακτική
μαμή) και έκανε ότι πείρας έμαθε για την γυναίκα και τι νεογέννητο. Σε μερικές περιπτώσεις
παρουσιάζονταν προβλήματα μη αναστρέψιμα και η γυναίκα κατέληγε ή το μωρό.
Προσπάθησα να περιγράψω ανάλογα με τις γνώσει,
όσο καλύτερα μπορούσα την παλαιότερη ζωή του τόπου. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να
τα πω όλα αυτά, τα οποία είναι ένα μικρό ποσοστό από την πραγματικότητα. Η
κατάσταση της τότε ζωής ήταν απερίγραπτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου