Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Η καθημερινότητα των κατοίκων της Αβαρίτσας μεταπολεμικά

H εργασία αυτή δημοσιεύτηκε στο φετινό τεύχος του περιοδικού «Τζουμερκιώτικα χρονικά».
Αναφέρεται στην ζωή, την κοινωνία και την ασχολία των κατοίκων της περιοχής μας, αλλά και ευρύτερα.
Αφηγητής είναι ο συγχωριανός μας Δημήτριος Τσιλώνης (ασχολήθηκε με πολλά επαγγέλματα όπως αγρότης, οργανοπαίχτης, οικοδόμος, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός και άλλα και όλα τα έκανε με μεράκι!.) Την καταγραφή έκανε η  ανηψιά του αφηγητή μαθήτρια της Γ’Λυκείου Βουργαρελίου Κυριακή Τσιλώνη.
Αρχίζουμε από την κατοικία των κατοίκων. Κάθε οικογένεια είχε το δικό της σπίτι μικρό ή μεγάλο. Το μικρό ήταν 25-30 τμ, ενώ το μεγάλο 50-60 τμ περίπου. Τα περισσότερα ήταν ισόγεια, τα μικρά ενός δωματίου και τα μεγάλα δυο δωματίων, χωρίς σοβάδες, πάτωμα, ταβάνι, τζάμια μόνο παντζούρια. Μερικά σπίτια είχαν κατώι, δηλαδή το μισό σπίτι ήταν ισόγειο ενώ το άλλο μισό ήταν όροφος. Το κατώι το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη και πολλές φορές έβαζαν τα ζώα τους, γίδια ή πρόβατα ή τα γελάδια τους το χειμώνα.

Τα σπίτια ήταν όλο πέτρινα. Βοηθητικοί χώροι, πέρα από μια καλύβα από άχυρο για να στεγάζουν τα ζώα τους,  δεν υπήρχαν. Δεν είχαν μπάνιο  ουτε απόπατο, οι σωματικές ανάγκες γίνονταν ή στο δάσος ή σε ένα μέρος κάπως ανάμερο και με τέσσερις πασσάλους  και γύρω κάποια κλαριά  ίσα ίσα που να μην είναι δημόσια θέα.  Την καθαριότητα του χώρου έκαναν τα σκυλιά και οιψ κότες που δεν άφηναν τίποτα από ακαθαρσίες. Στην υποτιθέμενη τουαλέτα δεν υπήρχε ούτε νερό ούτε χαρτί υγείας.
Μέσα στο σπίτι υπήρχαν ή έπρεπε να υπάρχουν μια κατσαρόλα με καπάκι, ένα τηγάνι, ένα ταψί μερικά ξύλινα κουτάλια, μια γάστρα, μια σκάφη ένα πλαστήρι για να πλάθουν και να βάζουν το ζυμάρι στην καμένη  γάστρα. Πιάτα, ποτήρια, πηρούνια δεν υπήρχαν, παρά ένα τενεκεδένιο κύπελλο για να πίνει η οικογένεια νερό, το οποίο έπαιρναν από την βρύση σε μια βαρέλα ξύλινη και μερικοί το έφερναν από πολύ μακριά.
Τα ρούχα ήταν λίγα μόνο αυτά που φορούσαν, αυτά ήταν παντελόνι, πουκάμισα μάλλινα χειροποίητα.  Τα φορούσαν χωρίς εσώρουχα κατάσαρκα σακάκι και τσιρέπια (κάλτσες) το χειμώνα, παπούτσια ελάχιστοι είχαν.
Κρεβάτια να κοιμηθούν δεν είχαν, ο ύπνος γίνονταν στα περισσότερα σπίτια κάτω στο χώμα με στρώμα ένα μάλλινο υφαντό και ο ένας δίπλα στον άλλο ξάπλωναν , τα σκεπάσματα λίγα, οι ψείρες και οι ψύλοοι πολλοί. Πολλές νύχτες το χειμώνα ο ύπνος ήταν μαρτύριο από το κρύο και τους ψύλλους οι οποίοι δεν σταματούσαν να περπατούν σε όλο το κορμί όλη τη νύχτα.
Την νύχτα δεν υπήρχε φως. Ότι έφεγγε ήταν η φωτιά στο τζάκι με αυτό το φως διάβαζαν και έγραφαν τα παιδιά, οι δε γυναίκες έκαναν τα εργόχειρα τους. Το βράδυ με το φως της φωτιάς, λανάρισμα, γνέσιμο, πλέξιμο, ύφανση γιατί όλος ο ρουχισμός του σπιτιού ήταν από μαλλί προβάτου. Αυτά γινόνταν το βράδυ, γιατί την ημέρα είχαν άλλες δουλειές να πάνε για ξύλα, για νερό , λίγο φαγητό για τα παιδιά και για όλους το βράδυ που θα μαζευόνταν  στο σπίτι.
‘Ενα από τα πολλά προβλήματα ήταν να εξασφαλίσουν τα προ το ζην, πάνω σε αυτό απαιτούνταν πολλή δουλειά. Κατά αρχήν έπρεπε κάθε οικογένεια να έχει αν όχι δυο οπωσδήποτε ένα βόδι, για να οργώνουν και να σπείρουν τα χωράφια τους. Αυτοί με ένα βόδι έφκιαναν ζευγάρι με άλλον συγχωριανό και όργωναν τα χωράφια τους. Αν κάποιος καλλιεργούσε 10 στρέμματα θα μάζευε καλαμπόκι να περάσει λίγο παραπέρα από τα Χριστούγεννα. Για τον υπόλοιπο καιρό έπρεπε να πάνε στον κάμπο της Άρτας να αγοράσουν, να το φορτωθούν, στην πλάτης τους και να το φέρουν στο χωριό.
Δουλειά δεν υπήρχε για πάρουν λεφτά, υπήρχαν όμως μερικοί που τους πλεόναζε και έπαιρναν εργάτες, η πληρωμή ήταν σε είδος π.χ. ένα ημερομήσθιο μια οκά βρίζα  (σίκαλη) και πολλές φορές ο εργάτης για να πάρει την οκά βρίζα πλήρωνε και μια δραχμή ή και παραπάνω δραχμές. Το ωράριο εργασίας άρχιζε με την ανατολή και σχόλαγαν λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Το μεσημέρι στον εργάτη πήγαιναν και λίγο φαγητό, όχι γιατί τον λυπόταν,  αλλά για να μπορεί να σκάψει περισσότερο. Το ψωμί, πάντως ήταν λίγο, αλλά με πρόγραμμα και μέτρο  τα κατάφερναν οι πιο πολλοί υπήρχαν όμως και οικογένειες που πεινούσαν. Θα αναφερθώ σε ένα γεγονός:  μια οικογένεια με τρία παιδιά δεν είχε ψωμί  να φάει για κάνα δύο μέρες, η μάνα πήγε στη γειτονιά να βρει λίγο αλεύρι, ήταν όμως δύσκολο, γιατί και οι γείτονες δεν είχαν να την βοηθήσουν. Μια όμως γειτόνισσα μετά παρακάλια, αποφάσισε να της δώσει και τις έδωσε 13 σπόρους καλαμπόκι, το οποίο  το έψησε και το μοίρασε στα τρία παιδιά της, Φαίνεται υπερβολικό, όμως είναι πραγματικό.
Αφού με κάποιο τρόπο εξασφάλιζαν το ψωμί, έπρεπε να έχουν και κάτι για φαγητό (που λίγη σημασία είχε αφού είχαν ψωμί). Το φαγητό που είχαν να μαγειρεψούν ήταν ό,τι παρήγαγαν, δηλαδή, φασόλια, ρεβίθια, φακές, κουκιά και αυτά, όχι πολλά, πατάτες, ντομάτες και γενικώς κηπευτικά δεν έβαζαν διότι μειώνονταν τα χωράφια για το καλαμπόκι και το σιτάρι. Μέσα στο καλαμπόκι που έσπερναν, έσπερναν και τα φασόλια και έβαζαν και κολοκύθια και ρεβίθια, με το σιτάρι έβαζαν κουκιά και φακές. Όλα ήταν βιολογικά διότι δεν υπήρχαν λιπάσματα ούτε άλλα γεωργικά φάρμακα.
Από τα μέσα Μαίου η διατροφή άλλαζε. Κάθε μεσημέρι είχε για φαγητό ξινόγαλο και ψωμί φυσικά, κάπου και που κάνα αβγό, ήταν και αυτά λιγοστά. Ότι ξινόγαλο περίσσευε το κάνανε ξινοτύρι για το χειμώνα. Παράλληλα άρχισαν να γίνονταν και τα φρούτα, μούρα, κεράσια, αχλάδια, κορόμηλα, σύκα σταφύλια και άλλα. Τα κεράσια, τα αχλάδια, τα κορόμηλα, τα σύκα, τα κράνα και τα δαμάσκηνα τα λιάζανε για το χειμώνα. Επίσης αυτή την εποχή εφκιαναν και τον τραχανά. Από το Μαιο μέχρι τον Οκτώβριο ήταν ευλογημένη εποχή διότι θα έβρισκαν κάτι να φάνε την ημέρα από οπωρικά.


Συνεχίζεται...

1 σχόλιο: